- ρυάζομαι
- Νωρύομαι, ουρλιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὠρύομαι, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ω- και κατάλ. -άζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρυάζομαι — ουρλιάζω, σκούζω: Τη νύχτα τα τσακάλια ρυάζονταν στο λόγγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρυάσιμο — το, Ν (για θηρία ή σκυλιά) το ουρλιαχτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυάζομαι + κατάλ. ιμο (πρβλ. ψήσ ιμο)] … Dictionary of Greek
ρυαχτό — το, Ν [ρυάζομαι] ρυάσιμο … Dictionary of Greek